Η ημικρανία είναι ένας χρόνιος πονοκέφαλος, ο οποίος μπορεί να διαρκέσει ώρες ή και ημέρες.

Συνήθως περιορίζεται στη μία πλευρά της κεφαλής, αλλά μπορεί να
προσβάλει και τις δύο πλευρές. Συνήθως εμφανίζεται κατά την παιδική
ηλικία, την εφηβεία ή την αρχή της ενηλικίωσης. Μια τυπική ημικρανία
εκδηλώνεται με έντονο πόνο, ο οποίος συχνά έχει σφύζοντα χαρακτήρα και
επιδεινώνεται με τη φυσική δραστηριότητα. Η ημικρανία μπορεί να
συνοδεύεται από ναυτία ή/και εμέτους, ενώ μπορεί να συνυπάρχει έντονη
ευαισθησία στον θόρυβο και το φως.
Μερικές φορές της ημικρανίας προηγούνται κάποια πρόδρομα
προειδοποιητικά νευρολογικά συμπτώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως
«αύρα». Τα νευρολογικά αυτά συμπτώματα είναι από την όραση (φωτεινές
γραμμές, φωτάκια που αναβοσβήνουν ή θαμπά τμήματα μέσα στο οπτικό
πεδίο), την αισθητικότητα (μούδιασμα ενός μέρους του σώματος), την
κίνηση και την ομιλία (διαταραχές του λόγου).
Σύμφωνα με τα ευρήματα μιας πρόσφατης μελέτης, που δημοσιεύτηκε σε
μεγάλο διεθνές περιοδικό νευρολογίας, τα άτομα που πάσχουν από
ημικρανίες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν παράγοντες
κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, αλλά και να πάθουν
έμφραγμα του μυοκαρδίου. Πιο συγκεκριμένα στην προαναφερθείσα μελέτη
συμπεριελήφθησαν συνολικά 6.102 άτομα με ημικρανία και 5.243 άτομα χωρίς
προηγούμενο ιστορικό ημικρανιών. Σε όλα τα άτομα εκτιμήθηκε ο κίνδυνος
για εκδήλωση εμφράγματος, εγκεφαλικού ή περιφερικής αγγειοπάθειας. Αν
και ο συνολικός κίνδυνος ήταν μικρός, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα
άτομα που έπασχαν από ημικρανίες είχαν διπλάσια πιθανότητα να εκδηλώσουν
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ενώ τα άτομα με ημικρανίες και αύρα είχαν
τριπλάσια πιθανότητα για οξύ έμφραγμα σε σχέση με τα άτομα που δεν
ανέφεραν ιστορικό ημικρανίας.
Επίσης, τα άτομα με ημικρανία και αύρα είχαν σχεδόν τριπλάσια
πιθανότητα να προσβληθούν από αγγειακό εγκεφαλικό. Επιπλέον, η
συγκεκριμένη μελέτη έδειξε ότι κυρίως τα άτομα με ημικρανίες και αύρα
είχαν πιο συχνά τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά
νοσήματα, όπως είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση, ο σακχαρώδης διαβήτης
και η αυξημένη χοληστερόλη του αίματος. Ομως, και τα άτομα με ημικρανία
χωρίς αύρα είχαν περισσότερους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με τα άτομα
χωρίς ημικρανίες, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Η αυξημένη παρουσία αυτών
των παραγόντων κινδύνου για εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων μπόρεσε
μόνο εν μέρει να εξηγήσει την αυξημένη επίπτωση του εμφράγματος σε
ασθενείς με ημικρανία. Διορθώνοντας οι ερευνητές τα αποτελέσματά τους
για αυτούς τους υποκείμενους παράγοντες κινδύνου είδαν ότι τα άτομα με
ημικρανία εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα,
εγκεφαλικό ή περιφερική αγγειοπάθεια.
Στο παρελθόν, παλαιότερες μελέτες έδειξαν ότι μόνο τα άτομα που
έπασχαν από ημικρανίες με αύρα ήταν υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση
ενός καρδιαγγειακού νοσήματος. Τα αποτελέσματα της νέας αυτής μελέτης
ανατρέπουν τα προηγούμενα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που
πάσχουν από ημικρανία πρέπει να προσέχουν περισσότερο την καρδιά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προσπαθήσουν να διορθώσουν τους δυσμενείς
αυτούς παράγοντες ρυθμίζοντας το σάκχαρο, την αρτηριακή πίεση, τη
χοληστερόλη και υιοθετώντας έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής με καλή διατροφή
και διακοπή του καπνίσματος.

Χριστόδουλος Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
διευθυντής Α’ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου
Αθηνών, «Ιπποκράτειο» ΓΝΑ, προέδρου Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

iator.gr